- μάτωμα
- -ατος, το [ματώνω]1. ροή αίματος2. μαζεμένο στους ιστούς αίμα που προέρχεται από ρήξη αγγείου («μάτωμα πληγής»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάτωμα — το αιμάτωση, ροή αίματος: Το μάτωμα της πληγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμάτωμα — το συσσώρευση αίματος κάτω από το δέρμα ή μεταξύ των οστών: Έχει στο πόδι ένα μικρό αιμάτωμα· μάτωμα, το το να τρέξει αίμα: Υποφέρει από το συχνό μάτωμα της μύτης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμάτωμα — Η συλλογή αίματος μέσα σε μια μη προσχηματισμένη κοιλότητα των ιστών. Οφείλεται στην έκχυση μεγάλης ποσότητας αίματος από ένα αγγείο. Τα περισσότερα α. απορροφούνται αυτόματα. Χειρουργικά πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο όσα είναι επικίνδυνα λόγω… … Dictionary of Greek
αιματώνω — (Α αἱματῶ, όω) 1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα 2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τόν πληγώνω 3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου 4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν τό ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές… … Dictionary of Greek